- παρθενογένεση
- Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης· αντίθετα, χαρακτηρίζεται ως τυχαία –και στην περίπτωση αυτή είναι συχνά και υποτυπώδης– αν πραγματοποιείται κατ’ εξαίρεση σε ωάρια που κανονικά αναπτύσσονται μόνο αφού γονιμοποιηθούν. Η τυχαία π. είναι γενικά πειραματική, δηλαδή δημιουργείται από τον άνθρωπο τεχνητά, με ακτινοβολίες, μηχανικές δράσεις, χημικά μέσα, τα οποία προκαλούν τον μερισμό του παρθένου ωαρίου. Πραγματικά, στα ωάρια κάθε ζώου υπάρχει λανθάνουσα η δυνατότητα ανάπτυξης, που μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την επέμβαση του άρρενος γαμέτη, μέσω διαφόρων ερεθισμών. Η π. λέγεται φυσική όταν συμβαίνει φυσιολογικά σε ένα είδος, και μπορεί να είναι αναγκαστική ή προαιρετική, ανάλογα με το αν το ωάριο είναι πάντοτε παρθενογενετικό ή αναπτύσσεται ακόμα κι αν είναι γονιμοποιημένο (π.χ. στις μέλισσες). Η π. λέγεται εξάλλου και αρρενοτόκος αν, όπως συμβαίνει στις μέλισσες, το παρθενογενετικό ωάριο παράγει οργανισμό αρσενικού φύλου, και θηλυτόκος, αν δίνει γένεση μόνο θηλυκού (π.χ. στη φυλλοξήρα και σε άλλες αφίδες: άπτερες γενεές) και δευτεροτόκος, αν από τα παρθενογενετικά ωάρια παράγονται άτομα και των δύο φύλων.
Πολυάριθμα ζώα στη φύση, μεταξύ των οποίων τα τροχόζωα και τα καρκινοειδή κλαδοκεραιωτά, αναπαράγονται με π. Για πολλές γενεές η αναπαραγωγή των θηλυκών γίνεται με αναγκαστική θηλυτόκο π.· μόνο στην αρχή του χειμώνα από τα παρθενογενετικά ωάρια γεννιούνται αρσενικά άτομα που γονιμοποιούν τα θηλυκά, συντελώντας έτσι στην παραγωγή ωρίων ανθεκτικών, ώστε να επιζήσει το είδος κατά την κακή εποχή. Η π. είναι συχνή στα έντομα και συχνά εναλλάσσεται κανονικά (ετερογονία) με τη δίφυλο (αφίδες).
Η βασίλισσα στις μέλισσες παράγει με π. ωάρια που δίνουν αρσενικά ή κηφήνες (προαιρετική αρρενοτόκος π.), ενώ από τα γονιμοποιημένα ωάρια γεννιούνται, αντίθετα, θηλυκές, που θα γίνουν εργάτριες ή βασίλισσες, ανάλογα με τη διατροφή στην οποία θα υποβληθούν κατά την προνυμφική φάση.
Οι μέλισσες που προέρχονται από παρθενογένεση είναι όλες γένους αρσενικού.
Δαφνία, στον επωαστικό σάκκο της οποίας διακρίνονται μερικά ωάρια, που αναπτύσσονται χωρίς την επέμβαση γονιμοποιών στοιχείων.
* * *και παρθενογενεσία και παρθενογένεια και παρθενογονία1. βιολ. α) (για ζώα) η αμφιγονική αναπαραγωγή, χωρίς γονιμοποίηση, δηλ. χωρίς τη συμμετοχή τού ενός φύλου, κατά κανόνα τού αρσενικού, σε είδη ζώων που χαρακτηρίζονται από φυλετικότηταβ) (για φυτά) αναπαραγωγή σε κατώτερες μορφές, όπως λ.χ. στα φύκη, στους μύκητες, στα πτεριδόφυτα, κατά την οποία οι θηλυκοί γαμέτες διαφοροποιούνται και μετατρέπονται σε έναν ψευδοζυγώτη ο οποίος δίνει μερικές φορές σπόρια ταυτόσημα με τα σπόρια που προκύπτουν από την αμφιγονική παραγωγή2. υπερφυσική γέννηση κάποιου από παρθένο χωρίς να προηγηθεί συνουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenogenesis / parthenogeny (< παρθένος + γένεση). Ο τ. παρθενογένεια μαρτυρείται από το 1888 στον Π.Γ. Γεννάδιο, ενώ ο τ. παρθενογονία από το 1829 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.